- καυστηριάζω
- καυσ-τηριάζω, [suff] καυς-τήριον, v. καυτ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυστηριάζω — (Α) [καυστήρ] δ. γρφ. αντί καυτηριάζω* … Dictionary of Greek
κεκαυστηριασμένων — καυστηριάζω perf part mp fem gen pl καυστηριάζω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζειν — καυστηριάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζεσθαι — καυστηριάζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάζων — καυστηριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηριάσῃς — καυστηριάζω aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίασας — καυστηριάζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστηρίασον — καυστηριάζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστηριάζω — (Μ) στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον με στίγμα, με έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυστηριάζω* (με απλοποίηση τού συμπλέγματος / fst / σε / st /)] … Dictionary of Greek
καυστηριασμός — καυστηριασμός, ὁ (Μ) [καυστηριάζω] είδος βασανιστηρίου, κάψιμο με πυρακτωμένο σίδερο … Dictionary of Greek
καυστηριάσσας — καυστηριάσσᾱς , καυστηριάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)